- διοριζόμενος
- διορίζωdraw a boundary throughpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμφανίσιμα — ἐμφανίσιμα, τα (Μ) το ποσό που όφειλε, κατά το βυζαντινό διοικητικό δίκαιο, να καταβάλει στο δημόσιο ο διοριζόμενος σε διοικητικό αξίωμα για να εγκατασταθεί σε αυτό … Dictionary of Greek
ναΐπης — ο (Μ ναΐπης) (κατά την τουρκοκρατία) βοηθός τού καδή, κατώτερος δικαστής ιεροδικείου διοριζόμενος για χρονική περίοδο δύο περίπου ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. naib «αντιβασιλιάς, κυβερνήτης»] … Dictionary of Greek